🇬🇷 el fr 🇫🇷
για
/ʝa/
,
/ˈʝa/
|
|
---|---|
pour |
- για να
- afin que
- για αρχή
- primo
- για την τιμή των όπλων
- baroud d'honneur
- είναι κινέζικα για μένα
- être du chinois
- ένας για όλους, όλοι για έναν
- un pour tous, tous pour un
- πολύ κακό για το τίποτα
- beaucoup de bruit pour rien
- η φύση έκανε για κάθε ζώο τον εχθρό του
- à bon chat, bon rat
- Όποιος θέλει να πνίξει το σκυλί του τον κατηγορεί για οργή
- qui veut noyer son chien l’accuse de la rage
- πρέπει να τρως για να ζήσεις, όχι να ζεις για να τρως
- il faut manger pour vivre, et non pas vivre pour manger
Wiktionary Links
- ελληνικά: για