🇬🇷 el fr 🇫🇷

γυναικούλα noun

  • γυναίκα απλή, άκακη, αθώα, αμέτοχη που έτυχε να βρίσκεται κάπου
femme
  • (μειωτικό) γυναίκα χαμηλού επιπέδου που δεν φέρεται σωστά
femme, femmelette
  • (προσφώνηση, χαϊδευτικό) τρυφερή προσφώνηση της συμβίας από τον σύζυγο ή τον σύντροφο
petite femme
Wiktionary Links