🇬🇷 el fr 🇫🇷

δίοδος noun

  • (ηλεκτρολογία) ηλεκτρονικό εξάρτημα που επιτρέπει την κίνηση του ρεύματος μόνο προς μία κατεύθυνση
diode
  • η ενέργεια της διέλευσης μέσα από οριοθετημένο διάστημα, το πέρασμα
diode, accès, passage
  • (συνεκδοχικά) δρόμος διεξόδου, πέρασμα προς
passage
Wiktionary Links