δίοδος
noun
|
- (ηλεκτρολογία) ηλεκτρονικό εξάρτημα που επιτρέπει την κίνηση του ρεύματος μόνο προς μία κατεύθυνση
|
diode
|
- η ενέργεια της διέλευσης μέσα από οριοθετημένο διάστημα, το πέρασμα
|
diode,
accès,
passage
|
- (συνεκδοχικά) δρόμος διεξόδου, πέρασμα προς
|
passage
|