🇬🇷 el fr 🇫🇷

εκβάλλω verb

  • (μεταβατικό) βγάζω κάποιον έξω από ένα χώρο, συνήθως με βίαιο τρόπο
expulser
  • (αμετάβατο) (για ποταμό) χύνομαι, καταλήγω
expulser, se jeter
Wiktionary Links