🇬🇷 el fr 🇫🇷

εξοπλισμός noun

  • ο εφοδιασμός με όπλα, με πολεμικό υλικό
  • τα διαθέσιμα οπλικά συστήματα, το σύνολο του πολεμικού υλικού
armememt
équipement
Wiktionary Links