🇬🇷 el fr 🇫🇷

εξώφυλλο noun

  • (συνεκδοχικά) ό,τι αναγράφεται ή απεικονίζεται στο εξώφυλλο
couverture, écart
  • το εξωτερικό φύλλο ενός παραθύρου
contrevent
Wiktionary Links