🇬🇷 el fr 🇫🇷

ευθεία noun

  • (γεωμετρία) η γραμμή που διέρχεται από δύο σημεία Α και Β, άπειρου μήκους, χωρίς πάχος, χωρίς αρχή και τέλος και απολύτως ίσια. Είναι ένα από τα πρωταρχικά αξιώματα της ευκλείδειας γεωμετρίας.
droite

ευθεία adverb

  • προχωρώντας σε ευθεία γραμμή, διατηρώντας σταθερή κατεύθυνση χωρίς να στρίψεις καθόλου
tout droit, en ligne droite
Wiktionary Links