🇬🇷 el fr 🇫🇷

ζητιάνος noun

  /ziˈtça.nos/
  • αυτός που ζητάει από τους περαστικούς να τον λυπηθούν και να του δώσουν λίγα χρήματα ή άλλη οικονομική βοήθεια
mendiant
Wiktionary Links