🇬🇷 el fr 🇫🇷

θέση noun

position, place
  • χώρος που προορίζεται για συγκεκριμένο πράγμα
  • (φιλοσοφία) αξιωματική αρχή ή άποψη-οπτική που η αλήθειά της τίθεται προς εξέταση
battu, conséquent, thesis
Wiktionary Links