🇬🇷 el fr 🇫🇷

κάθετος adjective

  /ˈka.θe.tos/
  • (γεωμετρία) χαρακτηρισμός ευθείας ή ευθύγραμμου τμήματος που σχηματίζει γωνία 90 μοιρών με άλλη ευθεία ή ευθύγραμμο τμήμα
perpendiculaire, abrupte, vertical
Wiktionary Links