🇬🇷 el fr 🇫🇷

κακία noun

  /kaˈci.a/
méchanceté
  • η μνησικακία, το να κρατάει κάποιος μέσα του την ανάμνηση του κακού που του έκανε κάποιος άλλος
rigueur, tenir
Wiktionary Links