🇬🇷 el fr 🇫🇷

καπέλο noun

  /kaˈpe.lo/
chapeau
  • (ενδυμασία) εξάρτημα της ανδρικής και γυναικείας ενδυμασίας διαφόρων σχημάτων, σχεδίων και χρωμάτων, το οποίο φοριέται στο κεφάλι για λόγους αισθητικούς και πρακτικούς (π.χ. προστασία από τον ήλιο ή το κρύο) ή λειτουργικούς (οπότε είναι δηλωτικό του επαγγέλματος ή του αξιώματος)
chapeau bas!, tanto di cappello!, tirer son chapeau à
Wiktionary Links