🇬🇷 el fr 🇫🇷

καρφίτσα noun

  • κόσμημα που έχει στο πίσω μέρος ακίδα ή μηχανισμό παρόμοιο με της παραμάνας για να στερεώνεται στο ρουχισμό
épingle, broche, épinglette
Wiktionary Links