🇬🇷 el fr 🇫🇷

κατά

  /kata/ , /kaˈta/
  • με χρονική σημασία· γύρω, περίπου
autour, environ
  • (+ γενική) εναντίον
  • (ειδικότερα), συνήθως ως κατά τη διάρκεια
  • ↪ κατά τη διάρκεια του ταξιδιού
  • ↪ κατά την ομιλία του Πρωθυπουργού
contre
  • (ειδικότερα) σε κάποια χρονική στιγμή που διαρκούσε κάτι
pendant
  • δηλώνει το πρόσωπο που κρίνει· σύμφωνα με κάποιον
selon
Wiktionary Links