🇬🇷 el fr 🇫🇷

κατολίσθηση noun

  /ka.toˈli.sθ.si/
  • (γεωλογία) φυσική καταστροφή, κατά την οποία μια μάζα αποκόπτεται από ένα ψηλότερο σημείο και ολισθαίνει προς ένα χαμηλότερο σημείο, παρασύροντας οτιδήποτε βρίσκεται στη πορεία της
glissement de terrain
Wiktionary Links