🇬🇷 el fr 🇫🇷

κεφάλαιο noun

  /ceˈfa.le.o/
  • μεγάλη ενότητα ενός βιβλίου
chapitre
  • (οικονομία) οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο (κτίρια, μηχανές, γη) ενσωματώνεται στην παραγωγική διαδικασία
capital, fonds
Wiktionary Links