🇬🇷 el fr 🇫🇷

κλειστός adjective

fermé
  • για γραφείο, κατάστημα, υπηρεσία κλπ. που δεν λειτουργεί για μικρό συνήθως χρονικό διάστημα
  • (γλωσσολογία) (για ήχο) που προκαλείται από απότομο κλείσιμο και άνοιγμα του ρεύματος αέρα μέσα στο στόμα
occlusif
Wiktionary Links