🇬🇷 el fr 🇫🇷

κοροϊδεύω verb

  /ko.ɾoi̯ˈðe.vo/
  • αναφέρομαι με περιπαικτικό τρόπο (λέξεις ή χειρονομίες) στα ελαττώματα, τις αδυναμίες ή τις ιδιαιτερότητες κάποιου
se moquer
Wiktionary Links