🇬🇷 el fr 🇫🇷

κράτηση noun

  /ˈkɾa.ti.si/
  • η εξασφάλιση ή η αναγνώριση κατοχής μιας θέσης σε μεταφορικό μέσο, θέατρο κ.λπ., ή ενός δωματίου σε ξενοδοχείο
réservation
  • (νομικός όρος) σύλληψη και αναγκαστική παραμονή σε κάποιο χώρο
détention, emprisonnement
  • (οικονομία) το χρηματικό ποσό που παρακρατείται από τον μισθό ή άλλες απολαβές για τη φορολόγηση, ασφάλιση κ.λπ.
retenue
Wiktionary Links