🇬🇷 el fr 🇫🇷

κυλάω verb

  /ciˈla.o/
  • (αμετάβατο) κινούμαι ομαλά πάνω σε μια διαδρομή εκτελώντας περιστροφική κίνηση
rouler
  • (αμετάβατο, για υγρά) κινούμαι ομαλά από ένα υψηλότερο σημείο προς ένα χαμηλότερο, ρέω
couler, s'écouler
Wiktionary Links