🇬🇷 el fr 🇫🇷

κόμβος noun

  /ˈkoɱ.vos/
  • σημείο συνάντησης ή συνένωσης
  • (ναυτικός όρος) μονάδα μέτρησης ταχύτητας πλοίου, ίση με ένα ναυτικό μίλι την ώρα. Επίσης, χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης και για τα αεροπλάνα
nœud
Wiktionary Links