🇬🇷 el fr 🇫🇷

κώδωνας noun

cloche, clochette, douche, pomme, sonnette
  • (λόγιο) κουδούνι
  • γυάλινο σκεύος με ημισφαιρικό σχήμα, που χρησιμοποιείται συνήθως σε χημικό εργαστήριο
tirer la sonnette d'alarme
Wiktionary Links