🇬🇷 el fr 🇫🇷

λαδώνω verb

  /laˈðo.no/
  • αλείφω με λάδι
huiler
  • (διαφθορά, αργκό) δίνω σε κάποιον χρήματα για να με ευνοήσει σε κάτι
graisser la patte
  • λεκιάζω με λάδι
graisser
  • (θρησκεία) αλείφω με λάδι το παιδί που βαφτίζω
oindre
Wiktionary Links