🇬🇷 el fr 🇫🇷

λαχαίνω verb

  /laˈçe.no/
  • συνώνυμο του τυχαίνω (οικείο) συνώνυμο του τυχαίνω σε κλήρωση, αποδίδομαι σε κάποιον με κλήρωση
tirer au sort
Wiktionary Links