🇬🇷 el fr 🇫🇷

νιάτα noun

  /ˈɲa.ta/
jeunesse
  • η νεότητα, η χρονική περίοδος της ζωής ενός ανθρώπου κατά την οποία αυτός είναι νέος
  • συλλογικά οι νέοι άνθρωποι
place aux jeunes !
Wiktionary Links