🇬🇷 el fr 🇫🇷

οικονόμος noun

  • (επάγγελμα) υπηρέτης ή υπηρέτρια που έχει αναλάβει τη διαχείριση του σπιτιού
intendant, intendante, économe
  • αυτός ή αυτή που του/της έχουν ανατεθεί διαχειριστικά καθήκοντα
  • (αξίωμα, θρησκεία) τίτλος που δίνεται σε έγγαμους κληρικούς
économe
Wiktionary Links