🇬🇷 el fr 🇫🇷

ουρά noun

  /uˈɾa/
  • λεπτή προέκταση προς τα πίσω αρκετών ζώων ιδίως ερπετών και ψαριών
  • σειρά από πράγματα ή πρόσωπα που περιμένουν
queue
file
Wiktionary Links