🇬🇷 el fr 🇫🇷

παράγωγος adjective

  /pa.ɾaˈɣo.ɣos/
  • αυτός που προέρχεται (παράγεται) από κάτι άλλο
dérivée

παράγωγος noun

  /pa.ɾaˈɣo.ɣos/
  • (μαθηματικά) η συνάρτηση εκείνη που η τιμή της για κάθε τιμή εισόδου αντιστοιχεί στο ρυθμό μεταβολής της τιμής μίας αρχικής συνάρτησης για την ίδια τιμή εισόδου (για τις τιμές εισόδου εκείνες που ο ρυθμός μεταβολής της αρχικής συνάρτησης μπορεί να οριστεί)
différentielle
Wiktionary Links