παράδοση
noun
/paˈɾa.ðo.si/
|
- τα έθιμα και οι συνήθειες των ανθρώπων, που διατηρούνται από γενιά σε γενιά· οι παγιωμένες συνήθειες ή πρακτικές σε διάφορους τομείς δραστηριότητας
|
tradition
|
- το να παραδίδεις κάτι σε κάποιον, η μεταφορά ενός αντικειμένου σε κάποιον, το δόσιμο
|
livraison
|