🇬🇷 el fr 🇫🇷

παράνομος adjective

  /paˈɾa.no.mos/
  • αντίθετος με τις κοινωνικές συμβάσεις, ακόμη κι αν δεν απαγορεύεται από τους νόμους
illicite, illégal, hors-la-loi
Wiktionary Links