🇬🇷 el fr 🇫🇷

παραμάνα noun

  • (επάγγελμα) γυναίκα που έχει σαν επάγγελμα τη φροντίδα και διαπαιδαγώγηση παιδιών, συνήθως σε μικρή ηλικία
nourrice, gouvernante, nounou, préceptrice

παραμάνα noun

  • είδος καρφίτσας
épingle de sûreté, épingle à nourrice, épingle de nourrice
Wiktionary Links