🇬🇷 el fr 🇫🇷

πεζοδρόμηση noun

  /pe.zoˈðɾo.mi.si/
piétonnisation
  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πεζοδρομώ (η μετατροπή αυτοκινητόδρομου σε πεζόδρομο)
rue piétonne
Wiktionary Links