🇬🇷 el fr 🇫🇷

πεζός adjective

  /peˈzos/
  • (γράμμα) όχι κεφαλαίος
minuscule

πεζός noun

  /peˈzos/
  • που κινείται με τα πόδια, σε αντίθεση με τους εποχούμενους
piéton
Wiktionary Links