🇬🇷 el fr 🇫🇷

πια adverb

  /ˈpça/
plus jamais
  • ενισχύει τη σημασία του ρήματος με την έννοια του οριστικού και τελεσίδικου, πλέον
alors
  • («τώρα πια», συχνά επιφωνηματικά)
à cette heure
Wiktionary Links