🇬🇷 el fr 🇫🇷

πριν

  /pɾin/
  • με δευτερεύουσα πρόταση, δείχνει ότι η πράξη που περιγράφεται ακολουθεί χρονικά την πράξη της κύριας πρότασης
avant, antérieurement, devant
Wiktionary Links