🇬🇷 el fr 🇫🇷

προβάλλω verb

  /pɾoˈva.lo/
  • (μεταβατικό) μετακινώ κάτι προς τα εμπρός ή προς τα έξω
  • (μεταβατικό) δίνω μεγάλη δημοσιότητα (προβολή) σε κάτι
projeter, evidence, mettre, surgir
Wiktionary Links