🇬🇷 el fr 🇫🇷

προσκήνιο noun

  /pɾoˈsci.ni.o/
  • (θέατρο) το μέρος της σκηνής ενός (νεότερου) θεάτρου μπροστά από την αυλαία, το μπροστινό τμήμα της σκηνής
  • (θέατρο) το τμήμα ενός αρχαίου θεάτρου στο οποίο εμφανίζονταν και έπαιζαν οι ηθοποιοί
scène
Wiktionary Links