🇬🇷 el fr 🇫🇷

προσωπικός adjective

  /pɾo.so.piˈkos/
  • που αναφέρεται στο πρόσωπο δηλαδή σε κάποιο άτομο
personnel
  • που αναφέρεται στο πρόσωπο δηλαδή στο μπροστινό τμήμα του κεφαλιού
facial
Wiktionary Links