🇬🇷 el fr 🇫🇷

πρωτόκολλο noun

  /pɾoˈto.ko.lo/
  • έντυπο όπου αναφέρεται όλο το εθιμοτυπικό για κρατικούς αξιωματούχους.
  • (παλαιογραφία) σημείωση που βρισκόταν σε κυλινδρικούς παπύρους, κολλημένη στην αρχή του κειμένου, και περιείχε εξήγηση ή περίληψη του περιεχομένου
  • (πληροφορική) σύνολο κοινά αποδεκτών κανόνων που περιγράφουν τον τρόπο μετάδοσης ή ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ διαφορετικού τύπου υπολογιστών, ειδικά σε ένα δίκτυο
protocole
Wiktionary Links