🇬🇷 el fr 🇫🇷

πυρ

  /piɾ/
  • (στρατιωτικό παράγγελμα) διαταγή για εκτέλεση βολής με πυροβόλο όπλο, ή ενεργοποίησης μηχανισμού εκτόξευσης βλήματος (π.χ. τορπίλης, βόμβας βάθους κλπ)
cessez-le-feu, feu à volonté !, flammes, fou, furieux, proie
feu
Wiktionary Links