🇬🇷 el fr 🇫🇷

πόδι noun

  /ˈpo.ði/
  • (ανθρώπινο σώμα) το τμήμα του ανθρώπινου σώματος κάτω από τον αστράγαλο
pied, jambe
  • (ανατομία) άκρο του σώματος ανθρώπων ή ζώων που χρησιμεύει στη στήριξη και στο βάδισμα
patte, pied
  • (μονάδα μέτρησης) μονάδα μήκους που υποδιαιρείται σε 12 ίντσες και ισούται με 0,30479 μέτρα
à pied
Wiktionary Links