🇬🇷 el fr 🇫🇷

σπίτι noun

  /ˈspi.ti/
maison, logis
  • κτήριο που προορίζεται για ιδιωτική κατοίκηση
  • το κτήριο ή το διαμέρισμα που αποτελεί την κατοικία ενός ανθρώπου ή μιας οικογένειας
  • το εσωτερικό μιας κατοικίας μαζί με την επίπλωση
  • η οικογένεια, οι οικογενειακές σχέσεις
on est bien à la maison, qu'on est bien chez soi
Wiktionary Links