🇬🇷 el fr 🇫🇷

σπιθαμή noun

  • Ανθρωπομετρική μονάδα μήκους, η απόσταση ανάμεσα στα άκρα των τεντωμένων δακτύλων αντίχειρα και μικρού, ίση με 18 εκατοστά περίπου.
  • βυζαντινή μονάδα μήκους ίση με τρεις παλαιστές ή δώδεκα δακτύλους
au peigne fin, de fond en comble
empan
Wiktionary Links