🇬🇷 el fr 🇫🇷

σπιτώνω verb

  /spiˈto.no/
  • (κυριολεκτικά, λαϊκότροπο, σπάνιο) παρέχω σε κάποιον σπίτι, για να μένει
héberger, loger
Wiktionary Links