🇬🇷 el fr 🇫🇷

στρατεύομαι verb

  /stɾaˈte.vo.me/
  • έχω την υποχρέωση να υπηρετήσω στο στρατό
engagé, enrôlé, s'engager, être
  • (μεταφορικά) αφοσιώνομαι και δραστηριοποιούμαι για την επικράτηση μιας ιδεολογίας
engagé, s'engager, être
Wiktionary Links