🇬🇷 el fr 🇫🇷

σχετίζομαι verb

  • (σπανιότερα) συνδέομαι κοινωνικά ή φιλικά με κάποιον, έχω κοινωνική ή φιλική σχέση
relation, être
lié, se rapporter
Wiktionary Links