🇬🇷 el fr 🇫🇷

σύμβαση noun

  /ˈsiɱ.va.si/
  • (συνήθως στον πληθυντικό) η γραπτή ή άγραφη συμφωνία μεταξύ των μελών μιας ομάδας ή κοινωνίας ότι θα υιοθετήσουν ορισμένες συνήθειες ή πρακτικές
convention, accord, contrat, pacte
  • γραπτό κείμενο συμφωνίας - συνθήκης με δεσμευτική ισχύ για όσους το υπέγραψαν
convention, traité, contrat, pacte
Wiktionary Links