🇬🇷 el fr 🇫🇷

σύμφωνο noun

  /ˈsiɱ.fo.no/
  • (γλωσσολογία, φωνητική) φθόγγος που παράγεται από το στένεμα ή τη φραγή του αέρα από τα φωνητικά όργανα
consonne
  • (πολιτική) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών
pacte, traité
Wiktionary Links