🇬🇷 el fr 🇫🇷

τέλος noun

  /ˈte.los/
  • το σημείο πέραν του οποίου δε συνεχίζεται μια ενέργεια ή ένα πράγμα, το έσχατο σημείο, το πέρας
fin, bout
  • (οικονομία) ο φόρος, ο δασμός (συνήθως στον πληθυντικό: τα τέλη)
fin, impôt, taxe
Wiktionary Links