🇬🇷 el fr 🇫🇷

τακτοποιώ verb

  • βάζω σε τάξη αντικείμενα
arranger, ranger
  • βάζω σε τάξη, ρυθμίζω καθημερινές μικροϋποθέσεις ή σοβαρές εκκρεμότητες
régler
Wiktionary Links